- καλλιρρήμων
- καλλιρρήμων, -ον (Α)κομψός, γλαφυρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -ρρήμων < ῥῆμα < εἴρω (II) «λέγω»), πρβλ. βραχυ-ρρήμων, μεγαλο-ρρήμων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλλιρρήμων — elegant masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιρρήμονα — καλλιρρήμων elegant neut nom/voc/acc pl καλλιρρήμων elegant masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιρρημονώ — καλλιρρημονῶ, έω (Α) [καλλιρρήμων] μιλώ με κομψότητα … Dictionary of Greek
καλλιρρημοσύνη — καλλιρρημοσύνη, ἡ (Α) [καλλιρρήμων] 1. η κομψότητα τού λόγου, η καλλιέπεια 2. η αλαζονική γλώσσα, η κομπορρημοσύνη … Dictionary of Greek